- ακριβοθωρώ
- (ε) μετ. очень дорожить (кем-чем-л.); дрожать, трястись (над кем-чем-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακριβοθωρώ — 1. βλέπω κάτι με προσοχή, τό φροντίζω με ενδιαφέρον και στοργή 2. βλέπω κάποιον σπάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο + θωρώ. ΠΑΡ. ακριβοθώρητος] … Dictionary of Greek
ακριβοθωρώ — ησα, βλέπω κάτι σαν πολύτιμο, προσέχω, φροντίζω: Τον ακριβοθωρούσαν το γιόκα τους, γιατί ήταν φιλάσθενος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακριβοθώρητος — η, ο [ακριβοθωρώ] 1. αυτός που τόν βλέπει κανείς σε αραιά χρονικά διαστήματα 2. αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τόν πλησιάσει, δυσπρόσιτος 3. πολύτιμος «Φύτρωσαν άντρες πολεμόχαροι / σαν τα διαμάντια ακριβοθώρητοι» (Κ. Παλαμά, Ασάλ. Ζωή 2121) … Dictionary of Greek